-
1 жилое
επ.της κατοικίας, για κατοικία•-ое помещение κατοικία, κατοικίσιμος χώρος•
жилое дом σπίτι, οικία, κατοικία.
|| κατοικούμενος, κατοικημένος•эта комната не -ая αυτό το δωμάτιο είναι, ακατοίκητο (ελεύθερο)•
-ые комнаты κατοικημένα (πιασμένα) δωμάτια.
-
2 благоустроенный
благоустроенный άνετος, καλοβολεμένος \благоустроенныйая квартира η κατοικία με όλες τις ανέ σεις* * *άνετος, καλοβολεμένοςблагоустро́енная кварти́ра — η κατοικία με όλες τις ανέσεις
-
3 дом
дом м 1) το σπίτι жилой \дом η κατοικία многоэтажный \дом η πολυκατοικία 2) (учреж дение) το χτίριο \дом учёных о οίκος του επιστήμονα \дом культуры το σπίτι πολιτισ μού \дом отдыха το σπίτι ανά παυσης, το αναπαυτήριο' \дом пионеров το μέγαρο των πιο νέρων торговый \дом о εμπορι κός είκος \дом для престаре лых το γηροκομείο* * *м1) το σπίτιжило́й дом — η κατοικία
многоэта́жный дом — η πολυκατοικία
2) ( учреждение) το χτίριοдом учёных — ο οίκος του επιστήμονα
дом культу́ры — το σπίτι πολιτισμού
дом о́тдыха — το σπίτι ανάπαυσης, το αναπαυτήριο
дом пионе́ров — το μέγαρο των πιονέρων
торго́вый дом — ο εμπορικός είκος
дом для престаре́лых — το γηροκομείο
-
4 жилище
-
5 жилой
жилой κατοικήσιμος \жилойое помещение η κατοικία \жилойая площадь о κατοικήσιμος χώ ρος* * *жило́е помеще́ние — η κατοικία
жила́я пло́щадь — ο κατοικήσιμος χώρος
-
6 здание
здание с το χτίριο, το οικοδόμημα, η οικοδομή жилое \здание η κατοικία* * *сτο χτίριο, το οικοδόμημα, η οικοδομήжило́е зда́ние — η κατοικία
-
7 квартира
-
8 дом
домм1. (здание) τό σπίτι, ἡ οίκία, τό κτίριο[ν]:жило́й \дом ἡ κατοικία· многоквартирный \дом ἡ πολυκατοικία· многоэтажный \дом τό πολυόροφο σπίτι·2. (жилье, квартира) ἡ κατοικία, τό σπίτι, τό διαμέρισμα:и́з \дому ἀπό τό σπίτι· доставка на \дом ἡ διανομή κατ' οίκον3. (семья, хозяйство) τό σπίτι, τό σπιτικό, ἡ ἐστία, ἡ οἰκογένεια, ἡ φαμιλιά:хозяин \дома ὁ οίκοδεσπότης, ὁ νοικοκύρης τοδ σπιτιού· хлопотать по \дому ἀσχολούμαι με τό νοικοκυριό·4. (клуб) τό σπίτι, ἡ στέγη, ὁ οίκος:\дом ученых ὁ οίκος τοῦ ἐπιστήμονα· \дом культуры τό σπίτι τοῦ πολιτισμοὔ \дом пионеров τό σπίτι τῶν πιονιέρων· \дом отдыха τό σπίτι ἀνάπαυσης· Родильный \дом τό μαιευτήριο· детский \дом τό παιδικό ἀσυλο, τό ὀρφανοτροφείο[ν]· (заведение, предприятие) уст.:торговый \дом ὁ ἐμπορικός οίκος· \дом умалишенных τό φρενοκομείο, τό ψυχιατρείο· исправительный \дом τό σωφρονιστήριο·6. (династия) ὁ βασιλικός οίκος· ◊ ночлежный \дом τό πανδοχείο, τό νυκτερινό ἄσυλο· публичный \дом τό χαμαιτυπεῖο, τό πορνείο· работать на \дому́ ἐργάζομαι στό σπίτι· разойтись по \дома́м πηγαίνετε στά σπίτια σας· вне \дома ἔξωἀπό τό σπίτι. -
9 жилой
жил||о́йприл κατοικήσιμος:\жилой дом τό κατοικήσιμο σπίτι· \жилойо́е помещение ἡ κατοικία· \жилойая комната τό κατοικήσιμο δωμάτιο· \жилойая площадь ὁ κατοικήσιμος χῶρος, ἡ κατοικία, -
10 новоселье
новосельес1. (новое жилище) ἡ νέα κατοικία, ἡ νέα ἐγκατάστασις, τό νεό-σπιτο·2. (празднество) τά ἐγκαίνια νέας κατοικίας:справлять \новоселье γιορτάζω τήν ἐγκατάσταση σέ νέα κατοικία -
11 жилплощадь
1. (помещение для жилья) о χώρος κατοικίαςτο διαμέρισμα2. (жилая площадь) η κατοικία σε τετραγωνικά μέτραο κατοικίσιμος χώροςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > жилплощадь
-
12 жительство
η κατοικίαвид на - η άδεια παραμονής/διαμονής.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > жительство
-
13 загородный
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > загородный
-
14 здание
το κτήριο, η οικοδομή· административное - διοικητικό -высотное - υψηλό -, πολυώροφο -- из сборных элементов - από προκατασκευασμένα στοιχεία, λυόμενο -каркасное - με δο-κούς/πλαίσιο/κολόνεςмногоэтажное - см. высотное -наземное - горн. επίγειο -панельное - см. из сборных элементов промышленное - βιομηχανικό -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > здание
-
15 двухэтажный
двухэтажныйприл δίπατος, διώροφος:\двухэтажный дом τό δίπατο σπίτι, ἡ διώροφος κατοικία. -
16 жилище
жили́щ||ес ἡ κατοικία, τό οίκημα. -
17 жилье
жильес ἡ κατοικία. -
18 квартира
кварти́р||аж1. τό διαμέρισμα, ἡ κατοικία·2. воен.:на зимних \квартираах στά χειμερινά καταλύματα, είς τους χειμερινούς στρατώνες· главная \квартира τό γενικό ἀρχηγείο, τό στρατηγεῖον. -
19 обитель
обительж1. (монастырь) τό μοναστηριο[ν], ἡ μονή·2. перен ἡ κατοικία, ἡ διαμονή. -
20 общежитие
общежитиес1. (помещение) ἡ κοινο· κατοικία:студенческое \общежитие ἡ φοιτητική κοινοκατοικια·2. (общественный быт) ἡ κοινωνία, ἡ κοινότης
См. также в других словарях:
κατοικία — κατοικίᾱ , κατοικία habitation fem nom/voc/acc dual κατοικίᾱ , κατοικία habitation fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατοικία — Κάθε φυσικό καταφύγιο ή τεχνητό κτίσμα, όπου διαμένει ο άνθρωπος μόνιμα ή προσωρινά. Οι τύποι κ. διαφέρουν ανάλογα με τη γεωγραφική περιοχή και τις ιστορικές περιόδους και εξαρτώνται από πολυάριθμους παράγοντες, σπουδαιότεροι από τους οποίους… … Dictionary of Greek
κατοίκια — Κάθε φυσικό καταφύγιο ή τεχνητό κτίσμα, όπου διαμένει ο άνθρωπος μόνιμα ή προσωρινά. Οι τύποι κ. διαφέρουν ανάλογα με τη γεωγραφική περιοχή και τις ιστορικές περιόδους και εξαρτώνται από πολυάριθμους παράγοντες, σπουδαιότεροι από τους οποίους… … Dictionary of Greek
κατοικίᾳ — κατοικίαι , κατοικία habitation fem nom/voc pl κατοικίᾱͅ , κατοικία habitation fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατοικία — η σπίτι, τόπος όπου κατοικεί κανείς: Δεν έχει κατοικία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κατοικίας — κατοικίᾱς , κατοικία habitation fem acc pl κατοικίᾱς , κατοικία habitation fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατοικίαι — κατοικία habitation fem nom/voc pl κατοικίᾱͅ , κατοικία habitation fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατοικίαν — κατοικίᾱν , κατοικία habitation fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατοικιῶν — κατοικία habitation fem gen pl κατοικίζω settle fut part act masc nom sg (attic epic doric) κατοικίζω settle fut part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατοικίαις — κατοικία habitation fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπίτι — Το σπίτι, η αρχαία οικία, δημιουργήθηκε από τη στιγμή που ο άνθρωπος άρχισε να ξεχωρίζει τους διάφορους χώρους σε σχέση με τη χρήση τους εκ μέρους της οικογένειας του και τη μεταξύ τους λειτουργική σχέση· έτσι μπορεί να ονομαστεί σ. και το σύνολο … Dictionary of Greek